- λοχαγός
- ο (AM λοχαγός, Μ και λογχαγός και λόγχαγος)διοικητής λόχου στρατιωτών («οἱ δὲ ἄλλοι... ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶος εἴη, τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν..., ὅπου δ' αὖ λοχαγὸς σῶος εἴη, τὸν λοχαγόν», Ξεν.)νεοελλ.στρατ. ο αξιωματικός που φέρει τον ανώτερο από τους τρεις βαθμούς τών κατώτερων αξιωματικών, μεταξύ υπολοχαγού και ταγματάρχη, και ο οποίος, υπό κανονικές συνθήκες, διοικεί λόχοαρχ.1. αρχηγός ή διοικητής στρατιωτικού σώματος 100 ανδρών2. (στον σπαρτιατικό στρατό) διοικητής ενός λόχου, ο οποίος ήταν το 1 / 4 ή το 1 / 5 τής μοίρας3. (στον περσικό στρατό) διοικητής στρατιωτικού τμήματος 24 ανδρών4. (στον ρωμαϊκό στρατό) εκατόνταρχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος + -ᾱγός(< ἄγω). Το -α- τού τ. είναι μακρό λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει». Ο τ. λοχαγός με τη δωρική του μορφή (-ᾱ-) γενικεύθηκε ως στρατιωτικός όρος σε ολόκληρη την αρχ. ελλ., αντί τού αναμενόμενου *λοχηγός (αλλά στρατηγός, πλοηγός, θαλαμηγός κ.τ.ό.)].
Dictionary of Greek. 2013.